loader image

Ο Κλάδος Χρωμάτων στην Ελλάδα: Ανάκαμψη, Προκλήσεις και Προοπτικές για το 2026

Ο κλάδος παραγωγής χρωμάτων, βερνικιών και επιχρισμάτων (NACE 20.3) αποτελεί ζωτικό μέρος της ελληνικής χημικής βιομηχανίας, συνεισφέροντας περίπου 16% του συνολικού κύκλου εργασιών και 20% της απασχόλησης της εγχώριας χημικής βιομηχανίας. Ο κλάδος απαρτίζεται κυρίως από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ ο αριθμός των ενεργών παραγωγικών μονάδων έχει μειωθεί δραστικά την τελευταία δεκαετία. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις του κλάδου σήμερα είναι περίπου οι μισές σε σχέση με το 2010 (μειώθηκαν από πάνω από 100 σε ~50 εταιρείες το 2023), γεγονός που αντανακλά τη συγκέντρωση της αγοράς και τις αποχωρήσεις εταιρειών κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Παρά τις απώλειες, ο κλάδος παραμένει κρίσιμος για την οικονομία, παρέχοντας προϊόντα ζωτικής σημασίας σε κατασκευές, βιομηχανία, ναυτιλία και άλλους τομείς.

 

Ανάκαμψη Παραγωγής & Ενίσχυση Εξωστρέφειας

Η ανάκαμψη του κλάδου υπήρξε αργή αλλά σταθερή στη μετά την κρίση εποχή. Χρειάστηκαν δώδεκα χρόνια για να επανέλθει η παραγωγή στα επίπεδα του 2009. Τελικά αυτό επιτεύχθηκε το 2024, όταν ο όγκος παραγωγής σημείωσε άνοδο +9,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Έτσι, η παραγωγή επέστρεψε στα προ κρίσης επίπεδα, υποστηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό από την άνθηση των εξαγωγών. Το 2024 οι εξαγωγές εκτιμάται ότι αντιπροσώπευαν το 42% του κύκλου εργασιών του κλάδου, σχεδόν τριπλάσιο μερίδιο σε σύγκριση με το 2010. Οι ελληνικές εταιρείες χρωμάτων έχουν γίνει πολύ πιο εξωστρεφείς, αξιοποιώντας γειτονικές αγορές: η πλειονότητα των εξαγωγών κατευθύνεται σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Αλβανία. Αυτό το εξαγωγικό προφίλ συνέβαλε καθοριστικά στην ανάκαμψη εν μέσω της ύφεσης, λειτουργώντας ως αντισταθμιστικός μηχανισμός όταν η εγχώρια ζήτηση ήταν αδύναμη.

Παράλληλα, ο κύκλος εργασιών του κλάδου σημείωσε ανοδική τροχιά. Το 2023 ο συνολικός κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων ανήλθε σε περίπου €603 εκατ., σημειώνοντας αύξηση σε σταθερές τιμές (πραγματικούς όρους) συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Η ανάπτυξη αυτή 4,8% (2023 έναντι 2022 σε πραγματικούς όρους) αντανακλά τόσο την αύξηση της παραγωγής όσο και τη βελτίωση των τιμών, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. Πάντως, οι διακυμάνσεις στον κύκλο εργασιών εξακολουθούν να εξαρτώνται από τον οικονομικό κύκλο και το κόστος πρώτων υλών και ενέργειας, γεγονός που υπογραμμίζει την κυκλικότητα και την ευπάθεια του κλάδου σε εξωγενείς παράγοντες.

 

Οικονομική Απόδοση και Χρηματοοικονομικοί Δείκτες

Η βελτίωση της παραγωγικής δραστηριότητας αντικατοπτρίζεται και στα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων του κλάδου. Το 2023 καταγράφηκε σημαντική άνοδος κερδοφορίας: τα συνολικά κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) αυξήθηκαν σε €86 εκατ. (από €68 εκατ. το 2022), ενώ τα καθαρά κέρδη μετά φόρων διαμορφώθηκαν στα €50 εκατ., έναντι €38 εκατ. το προηγούμενο έτος. Δηλαδή, μέσα στο 2023 σημειώθηκε αύξηση καθαρών κερδών ~+32%, συνεχίζοντας την ανοδική τάση της περιόδου 2019-2023.

Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων κατέγραψε πλέον κέρδη: περίπου 83% των εταιρειών ήταν κερδοφόρες το 2023, έναντι μόλις ~43% το 2011. Η μεταστροφή αυτή είναι εντυπωσιακή, το 2011 πάνω από τις μισές επιχειρήσεις ήταν ζημιογόνες, ενώ σήμερα οκτώ στις δέκα έχουν θετικό αποτέλεσμα. Αυτό υποδηλώνει μια γενικευμένη βελτίωση της υγείας του κλάδου, αν και παρουσιάζονται διαφοροποιήσεις ανά μέγεθος εταιρείας.

Διαφορές ανά μέγεθος επιχείρησης: Οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις επιδεικνύουν ισχυρότερες επιδόσεις σε όρους περιθωρίου κέρδους, ενώ οι μικρότερες αντιμετωπίζουν πιέσεις. Το συνολικό περιθώριο καθαρού κέρδους μετά φόρων διαμορφώθηκε σε 8,2% το 2023, όμως στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις ήταν μόλις 4,7% και 5,3% αντίστοιχα. Αντίθετα, οι μεσαίες πέτυχαν καθαρό περιθώριο 9,3% και οι μεγάλες 8,4%, ξεπερνώντας τον μέσο όρο. Οι μικρές εταιρείες επίσης εμφανίζουν υψηλότερη δανειακή επιβάρυνση: ο δείκτης ξένων προς συνολικά κεφάλαια φτάνει το ~55% για τις μικρές, έναντι μόλις ~35% για τις μεσαίες. Αυτό σημαίνει ότι οι μικρότεροι παίκτες στηρίζονται περισσότερο σε δανεισμό, μια ευαλωτότητα χρηματοδότησης που συνεπάγεται υψηλότερο κόστος κεφαλαίου και δυσκολία στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.

Παρόλα αυτά, η ρευστότητα παραμένει σε γενικές γραμμές ισχυρή. Ο γενικός δείκτης ρευστότητας διατηρείται διαχρονικά πάνω από το 2 και ήταν 2,5 το 2023, υποδηλώνοντας ότι οι επιχειρήσεις διαθέτουν άνεση στην κάλυψη βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Οι μεσαίες επιχειρήσεις εμφάνισαν την υψηλότερη ρευστότητα (2,9), ενώ οι μεγάλες τη χαμηλότερη (1,92), κάτι αναμενόμενο, καθώς οι μεγάλοι παίκτες αξιοποιούν πιο εντατικά τα κεφάλαιά τους. Ένας ανησυχητικός δείκτης είναι η προστιθέμενη αξία: το μερίδιο της προστιθέμενης αξίας στον κύκλο εργασιών έχει υποχωρήσει στο 28,7% (2024) από μέσο όρο 31,3% την περίοδο 2010-2020. Αυτό σημαίνει σχετικά λιγότερο υπόλοιπο για μισθούς, κέρδη και επενδύσεις, υποδηλώνοντας συρρίκνωση περιθωρίων και μικρότερη δυνατότητα επανεπένδυσης κερδών.

Βασικοί Δείκτες Οικονομικής Απόδοσης (2023):

Δείκτης Σύνολο Κλάδου Πολύ Μικρές Μικρές Μεσαίες Μεγάλες
Κύκλος Εργασιών (εκατ. €) 603 14 87 220 282
Περιθώριο Καθ. Κέρδους (%) 8,2% 4,7% 5,3% 9,3% 8,4%
Δανειακή Επιβάρυνση (Ξένα/Συνολικά κεφάλαια) (%) 50% 53,6% 55,3% 35,4% 46,6%
Γενική Ρευστότητα (Κυκλοφορούν / Βραχυπρόθ.) 2,5 2,50 2,31 2,90 1,92

 

Πηγή: Οικονομικές καταστάσεις 2023, Επεξεργασία ΙΟΒΕ. Στον πίνακα παρατηρούμε την ψαλίδα μεταξύ μικρών και μεγάλων: οι μικρότερες επιχειρήσεις υποαποδίδουν στα κέρδη και φέρουν βαρύτερο δανεισμό, ενώ οι μεσαίες και μεγάλες επιτυγχάνουν υψηλότερα περιθώρια με σχετικά χαμηλότερη μόχλευση.

 

Παράγοντες Ζήτησης: Οικοδομική Δραστηριότητα και Ανακαινίσεις

Η εγχώρια ζήτηση για χρώματα επηρεάζεται άμεσα από τον κατασκευαστικό κλάδο και τις τάσεις ανακαίνισης κτιρίων. Μετά από μια περίοδο ισχυρής ανόδου την τριετία 2020-2022, η οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το Α’ τετράμηνο του 2025 οι εκδοθείσες οικοδομικές άδειες (σε όρους επιφάνειας) κατέγραψαν πτώση -41% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Ειδικά στις νέες κατοικίες, η μείωση είναι ακόμη πιο έντονη (-51% σε επιφάνεια). Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, εγκυμονεί σοβαρή επιβράδυνση για τη ζήτηση χρωμάτων το 2026, δεδομένου ότι η οικοδομή αποτελεί την κύρια αγορά εφαρμογής αρχιτεκτονικών χρωμάτων.

Ήδη οι προβλέψεις για τις επενδύσεις σε κατοικίες ενσωματώνουν την αυξημένη αβεβαιότητα. Σε μελέτη του ΙΟΒΕ διατυπώνονται δύο σενάρια για το 2026: ένα αισιόδοξο, όπου οι επενδύσεις σε νέες κατοικίες διατηρούνται γύρω στα €5,8 δισ., και ένα απαισιόδοξο, όπου πέφτουν περίπου στα €5,3 δισ.. Στο απαισιόδοξο σενάριο προβλέπεται η αξία της κατασκευαστικής δραστηριότητας κατοικιών να είναι 13% χαμηλότερη το 2026 συγκριτικά με το αισιόδοξο, διαφορά που συνεπάγεται σημαντική απώλεια ζήτησης για χρώματα και συναφή υλικά οικοδομών. Μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει αρνητικά τόσο την παραγωγή χρωμάτων όσο και υλικών όπως τα κονιάματα.

Επιπλέον, η πρόθεση των νοικοκυριών για ανακαινίσεις κατοικιών έχει εξασθενήσει. Το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που δήλωσαν ότι σκοπεύουν να επισκευάσουν/ανακαινίσουν την κατοικία τους εντός του επόμενου 12μήνου υποχώρησε στο 1,5% το 2024, από τα υψηλότερα επίπεδα ~3%+ που ήταν το 2021. Αυτή η κάμψη υποδηλώνει περιορισμό της δυναμικής για την αγορά οικοδομικών χρωμάτων το 2025, καθώς λιγότεροι ιδιώτες σχεδιάζουν εργασίες βαφής και συντήρησης στα ακίνητά τους. Συνολικά, οι προοπτικές ζήτησης στο εσωτερικό διαφαίνονται μετριασμένες βραχυπρόθεσμα, με βασικό ρίσκο τη στασιμότητα ή κάμψη της οικοδομικής δραστηριότητας το 2025-26.

 

Προκλήσεις Προσφοράς: Κόστος Πρώτων Υλών & Εφοδιαστική Αλυσίδα

Από την πλευρά της προσφοράς, ο κλάδος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις κόστους και εφοδιασμού. Η ελληνική παραγωγή χρωμάτων εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από εισαγόμενες πρώτες ύλες. Περίπου το ήμισυ της εγχώριας αγοράς καλύπτεται από εισαγωγές. Τα τελευταία χρόνια, οι τιμές πολλών βασικών υλών (ρητίνες, διαλύτες, χρωστικές κ.ά.) έχουν αυξηθεί απότομα, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και πιέζοντας τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών. Αυτή η πίεση εντάθηκε με την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, καθώς προβλήματα στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες οδήγησαν σε ελλείψεις και άνοδο ναύλων και ενεργειακών τιμών. Το 2021-2022 ο δείκτης τιμών παραγωγού στα χρώματα αυξήθηκε σημαντικά, ενώ οι τιμές εισαγωγών επίσης ανέβηκαν (αν και ηπιότερα).

Ένας νέος παράγοντας κόστους είναι οι περιβαλλοντικοί δασμοί της ΕΕ σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Από τις αρχές του 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε δασμούς ~6% σε εισαγωγές διοξειδίου του τιτανίου (TiO₂) από τρίτες χώρες, καθώς και αντίμετρα antidumping. Το TiO₂ είναι βασική χρωστική για τα χρώματα, και η συγκεκριμένη ρύθμιση στο πλαίσιο πολιτικών «πράσινου προστατευτισμού» αυξάνει το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα έναντι χωρών εκτός ΕΕ που δεν επιβαρύνονται με τέτοιους δασμούς. Η επίδραση στο κόστος των επιχειρήσεων χρωμάτων χαρακτηρίζεται ανάλογη με εκείνη της ανόδου του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στους ενεργοβόρους βιομηχανικούς κλάδους. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο χρόνος εφαρμογής των δασμών συμπίπτει με το κλείσιμο ευρωπαϊκών μονάδων παραγωγής TiO₂ και εποξειδικών ρητινών, εντείνοντας το πρόβλημα της ασφάλειας εφοδιασμού από κοντινές πηγές.

Επιπρόσθετα, ο κλάδος βρίσκεται αντιμέτωπος με αυξανόμενο ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού κόστους. Παρατηρείται άνοδος εισαγωγών τελικών προϊόντων (χρωμάτων) από χώρες όπως η Τουρκία, όπου οι παραγωγοί δεν υπόκεινται στους ίδιους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και δασμούς, αποκτώντας έτσι πλεονέκτημα κόστους. Η υψηλή εισαγωγική διείσδυση (~50% της αγοράς) παραμένει χρόνιο χαρακτηριστικό, με το μερίδιο των φθηνότερων εισαγωγών εκτός ΕΕ να έχει ενισχυθεί πρόσφατα. Αυτό δημιουργεί ισχυρές ανταγωνιστικές πιέσεις για την ελληνική παραγωγή, ιδιαίτερα σε τυποποιημένα προϊόντα γενικής χρήσης.

Τέλος, γεωπολιτικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να απειλούν την εύρυθμη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνεχιζόμενη κρίση στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, η οποία επηρεάζει τις θαλάσσιες μεταφορές. Αυτή η αναταραχή έχει διττή επίπτωση: αφενός καθυστερεί την εισαγωγή πρώτων υλών από αγορές της Ασίας και της Αφρικής, και αφετέρου δυσχεραίνει τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων προς αυτές τις περιοχές. Το αυξημένο κόστος μεταφοράς και η αβεβαιότητα στον χρόνο παράδοσης υλικών προκαλούν διαταραχές στην παραγωγή και επιβαρύνουν περαιτέρω το κόστος διακίνησης των προϊόντων.

 

Πράσινη Μετάβαση και Μελλοντικές Τάσεις

Παρά τις προκλήσεις, ανοίγονται σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης μέσα από τη στροφή σε πιο βιώσιμες και καινοτόμες λύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί έντονα τα “πράσινα” χημικά προϊόντα και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Το κανονιστικό πλαίσιο γίνεται διαρκώς αυστηρότερο: κανονισμοί όπως ο REACH (για τα χημικά) και η EU Taxonomy (ευρωπαϊκή ταξινομία για βιώσιμες δραστηριότητες) θέτουν υψηλότερα στάνταρ σε θέματα ασφάλειας και περιβάλλοντος. Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρωμάτων καλούνται να καινοτομήσουν, αναπτύσσοντας νέα προϊόντα χαμηλών πτητικών εκπομπών (low emissions), υδατοδιαλυτά χρώματα και γενικά πιο οικολογικές συνθέσεις, ώστε να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις αυτές. Αν και η συμμόρφωση συνεπάγεται αυξημένο κόστος και επενδύσεις (ψηφιοποίηση, R&D, νέα μηχανήματα), δημιουργεί παράλληλα νέα πεδία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για όσους κινηθούν γρήγορα. Η ζήτηση από τους καταναλωτές στρέφεται επίσης προς πιο φιλικά στο περιβάλλον προϊόντα. Διεθνώς, οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί οδηγούν σε αυξημένο ενδιαφέρον για επιστρώσεις χωρίς VOC και νέα υλικά που προσφέρουν ανθεκτικότητα με χαμηλότερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο.

Οι παγκόσμιες προοπτικές του κλάδου παραμένουν θετικές. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες αγοράς, η παγκόσμια αγορά χρωμάτων και επιστρώσεων προβλέπεται να αυξηθεί από ~$194,5 δισ. το 2024 σε ~$227,5 δισ. ως το 2029, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,2%. Η μεγαλύτερη ώθηση προέρχεται από την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όμως και οι ώριμες αγορές (Ευρώπη, Β. Αμερική) αναμένεται να παρουσιάσουν πιο συγκρατημένη αλλά σταθερή ανάπτυξη, λόγω ανακαινίσεων και βιομηχανικής ζήτησης. Στην Ευρώπη (EMEA), ο κλάδος χρωμάτων υπολογίζεται γύρω στα €57-58 δισ. ετησίως και αναμένεται να αναπτύσσεται με ~2% CAGR την επόμενη πενταετία. Η Ελλάδα, αν και μικρή αγορά σε απόλυτα μεγέθη, ευθυγραμμίζεται με αυτή την τάση: εκτιμάται ότι η ελληνική αγορά χρωμάτων θα φτάσει περίπου τα €693 εκατ. το 2024 και θα αυξάνεται με σύνθετο ρυθμό περίπου 2,4% ετησίως έως το 2031. Με άλλα λόγια, προβλέπεται μέτρια ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, αντανακλώντας την ανάκαμψη της οικοδομής και της βιομηχανίας. Το γεγονός ότι ο ελληνικός ρυθμός ανάπτυξης προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο (2,1%) υποδηλώνει ότι η αγορά έχει περιθώρια επέκτασης, εφόσον αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες.

Οι τομείς-κλειδιά όπου θα προκύψει ζήτηση είναι αφενός οι κατασκευές/ακίνητα (νέες οικοδομές, ανακαινίσεις, ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων) και αφετέρου ο βιομηχανικός τομέας (ναυτιλιακές βαφές, επιστρώσεις για μεταλλικές κατασκευές, ακόμα και η αυτοκινητοβιομηχανία σε επίπεδο επισκευών ή ανταλλακτικών). Ειδικά προγράμματα όπως οι κρατικές επιδοτήσεις για ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών (π.χ. «Εξοικονομώ») ή τα φορολογικά κίνητρα για ανακαινίσεις μπορούν να δώσουν ώθηση στην κατανάλωση χρωμάτων τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, η ψηφιοποίηση της παραγωγής και η υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών (automated tinting, χρωματογραφία, IoT για διαχείριση αποθήκης κλπ.) θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα και θα μειώσουν το κόστος, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.

 

SWOT Ανάλυση: Δυνατά & Αδύνατα Σημεία, Ευκαιρίες & Απειλές

Δυνατά Σημεία: Ο κλάδος χρωμάτων στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της μεταποίησης, με ισχυρή ανάκαμψη παραγωγής στα προ-κρίσης επίπεδα. Οι εξαγωγές έχουν ενισχυθεί θεαματικά (42% του κύκλου εργασιών το 2024), υποδηλώνοντας ότι οι ελληνικές εταιρείες έχουν κατακτήσει μερίδια σε περιφερειακές αγορές. Η απασχόληση στον κλάδο αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και η παραγωγικότητα εργασίας είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της μεταποίησης, δείγμα ικανού ανθρώπινου δυναμικού και τεχνογνωσίας. Η συνολική κερδοφορία βελτιώνεται, με 8 στις 10 επιχειρήσεις πλέον κερδοφόρες, γεγονός που αντανακλά οικονομική ανάταση και καλύτερες προοπτικές βιωσιμότητας.

Αδυναμίες: Ο κλάδος εξακολουθεί να κυριαρχείται από μικρές μονάδες με περιορισμένη κεφαλαιακή βάση. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εμφανίζουν χαμηλά περιθώρια κέρδους (4-5%) και υψηλή δανειακή επιβάρυνση, καθιστώντας τες πιο ευάλωτες σε χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Η εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες (περίπου 50% εισαγωγική διείσδυση) δημιουργεί ευπάθεια σε διαταραχές εφοδιασμού και συναλλαγματικές μεταβολές. Επίσης, ο κλάδος ιστορικά υποφέρει από χαμηλή επενδυτική ένταση. Οι επενδύσεις σε πάγια και R&D είναι μικρές συγκριτικά με άλλους βιομηχανικούς κλάδους. Αυτό περιορίζει την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, μειώνοντας τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα.

Ευκαιρίες: Η πράσινη μετάβαση και οι μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των καταναλωτών δημιουργούν νέα πεδία ανάπτυξης. Η ζήτηση για οικολογικά χρώματα (χαμηλών VOC, χωρίς τοξικές ουσίες) αυξάνεται συνεχώς, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Προγράμματα της ΕΕ και εθνικά σχέδια δράσης, προσφέρουν χρηματοδοτικά εργαλεία για εκσυγχρονισμό, ψηφιοποίηση και πράσινη καινοτομία, μια ευκαιρία που οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να αξιοποιήσουν για να αναβαθμίσουν την παραγωγή τους. Η προβλεπόμενη ανάκαμψη του κατασκευαστικού κλάδου σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, σε συνδυασμό με τυχόν έργα υποδομής, ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων και την ανανέωση του τουριστικού προϊόντος (ανακαινίσεις ξενοδοχείων, Airbnb κ.λπ.), μπορεί να τροφοδοτήσει πρόσθετη ζήτηση για χρώματα. Επιπλέον, η ενδεχόμενη είσοδος ελληνικών εταιρειών σε niche προϊόντα όπως χρώματα ειδικών εφαρμογών (νανοεπιστρώσεις, αντιβακτηριακά χρώματα για νοσοκομεία, biocide free ναυτιλιακά coatings) ή συνεργασίες με όμορες βιομηχανίες θα μπορούσε να ανοίξει νέες αγορές.

Απειλές: Η υποχώρηση της οικοδομικής δραστηριότητας αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τον κλάδο. Η μεγάλη μείωση αδειών το 2025 προοιωνίζεται κάμψη ζήτησης το 2026. Αν συνεχιστεί η αβεβαιότητα σε πολεοδομικά ζητήματα και χρηματοδότηση κατοικιών, η εγχώρια αγορά ενδέχεται να σταθεροποιηθεί ή και να συρρικνωθεί βραχυπρόθεσμα. Στο κόστος, η αύξηση δασμών σε βασικές ύλες (π.χ. TiO₂) και γενικότερα το αυξημένο ενεργειακό κόστος ασκούν πληθωριστικές πιέσεις στα περιθώρια κέρδους. Ο διεθνής ανταγωνισμός οξύνεται, με προϊόντα από τρίτες χώρες (Τουρκία, Ασία) να εισβάλλουν στην αγορά σε πολύ χαμηλές τιμές, εκμεταλλευόμενα και ευνοϊκές ισοτιμίες ή χαμηλότερα εργασιακά κόστη. Οι γεωπολιτικές εντάσεις (πόλεμοι, εμπορικές διαμάχες) συνεχίζουν να δημιουργούν ρίσκα καθυστερήσεων και ελλείψεων. Συνολικά, οι επιχειρήσεις αναμένουν ότι το 2025 θα είναι μια δύσκολη χρονιά: προβλέπεται οριακή μείωση του κύκλου εργασιών κατά -0,8% σε σχέση με το 2024, και σημαντικότερη πτώση στα καθαρά κέρδη κατά -9,4%, σύμφωνα με έρευνα προσδοκιών. Αυτό υπογραμμίζει ότι, παρά την ανάκαμψη, ο κλάδος δεν είναι απρόσβλητος σε νέα κύματα ύφεσης ή εξωγενή σοκ.

 

Συμπεράσματα και Προοπτικές

Η εικόνα που αναδύεται είναι ενός κλάδου σε μεταβατικό στάδιο. Η SWOT ανάλυση επιβεβαιώνει ότι ενώ υπάρχουν υπαρκτές απειλές, από τη μειωμένη οικοδομική δραστηριότητα και το υψηλό κόστος πρώτων υλών μέχρι τον εντεινόμενο ανταγωνισμό εκτός ΕΕ και τις πιέσεις συμμόρφωσης με νέους κανονισμούς. Τα δυνατά σημεία του κλάδου και οι νέες ευκαιρίες μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για περαιτέρω ανάπτυξη. Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρωμάτων έχουν αποδείξει αντοχή, ανακάμπτοντας από μια βαθιά κρίση και βελτιώνοντας σημαντικά την αποδοτικότητά τους. Η ενίσχυση των εξαγωγών και η υιοθέτηση καινοτομίας σε προϊόντα βιώσιμης χημείας αποτελούν βασικούς άξονες στους οποίους μπορούν να στηριχθούν.

Προς το 2026 και έπειτα, η στρατηγική προσαρμογή θα είναι καθοριστική. Οι εταιρείες του κλάδου χρειάζεται να επενδύσουν σε Έρευνα & Ανάπτυξη για νέα προϊόντα, να βελτιώσουν τις διαδικασίες τους μέσω ψηφιοποίησης και αυτοματοποίησης, και να εστιάσουν σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα, η Πολιτεία μπορεί να διαδραματίσει ρόλο υποστηρικτικό, μέσω κατάλληλων κινήτρων και χρηματοδοτήσεων (π.χ. επιδοτήσεις για πράσινες επενδύσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις για ενεργειακά αποδοτικές μονάδες), ώστε να επιταχυνθεί η μετάβαση του κλάδου στη νέα εποχή. Σημαντικό εμπόδιο παραμένει η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού με σύγχρονες δεξιότητες, κάτι που απαιτεί συνέργεια με το εκπαιδευτικό σύστημα και προγράμματα κατάρτισης.

Συνολικά, ο ελληνικός κλάδος χρωμάτων δείχνει ότι διαθέτει τα εχέγγυα να διατηρήσει και να αυξήσει τη συμβολή του στην οικονομία, υπό την προϋπόθεση ότι θα προσαρμοστεί επιτυχώς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η ευελιξία, η εξωστρέφεια και η έμφαση στην ποιότητα και την καινοτομία θα είναι τα κλειδιά για να μετατραπούν οι προκλήσεις σε ευκαιρίες. Με τον κατάλληλο σχεδιασμό, ο κλάδος μπορεί όχι μόνο να αντέξει τους κλυδωνισμούς αλλά και να εξέλθει ισχυρότερος και πιο βιώσιμος στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον των επόμενων ετών.

Βιβλιογραφικές Πηγές: Μελέτη ΙΟΒΕ (Σεπτέμβριος 2025), IBISWorld, Cognitive Market Research, MarketsandMarkets, 6Wresearch.

 

Καλάθι αγορών0
Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι!
Συνέχεια Αγορών
0
Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθώντας την ομάδα μας να καταλάβει ποια τμήματα του ιστότοπου μας θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.